- καταπωμάζω
- καταπωμάζω,A close up,
ὀπήν Hero Aut.28.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀπήν Hero Aut.28.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπωμάζω — (Α) βάζω καλά το πώμα, κλείνω ερμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πωμ άζω (< πώμα), πρβλ. ανα πωμάζω, επι πωμάζω] … Dictionary of Greek
καταπωμάζομεν — καταπωμάζω close up pres ind act 1st pl καταπωμάζω close up imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)